φεσοποιός

φεσοποιός
ο тот, кто шьёт фески

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φεσοποιός" в других словарях:

  • φεσοποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει φέσια, φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φεσοποιός — ο ο κατασκευαστής φεσιών, ο φεσάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φεσοποιείο — το, Ν εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται φέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεσοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φεσοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»